Κιβωτός του Νώε

Κιβωτός του Νώε
Βιβλικός όρος. Πλωτό σκάφος (κιβωτός), που σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Γένεση) κατασκεύασε ο Νώε έπειτα από επιταγή του Θεού, για να διασώσει την οικογένειά του και κάποια είδη ζώων από τον Κατακλυσμό. Η κιβωτός είχε σύμφωνα με την παράδοση, τις εξής διαστάσεις: 150 μ. μήκος, 25 μ. πλάτος και 15 μ. ύψος, με χωρητικότητα 60.000 κ.μ. Ήταν κατασκευασμένη από ρητινούχο ξύλο (κέδρος ή κυπαρίσσι) και είχε επαλειφθεί με πίσσα. Έπλεε σχεδόν επί έναν χρόνο πάνω στα ύδατα του Κατακλυσμού, οδηγούμενη από το χέρι του Θεού, μέχρις ότου επικάθισε στο όρος Αραράτ. Η ιστορία σώζεται σε διάφορες μυθολογικές παραδόσεις (π.χ. στο βαβυλωνιακό Έπος του Γιλγαμές), ενώ αποτέλεσε απεικόνιση της Εκκλησίας του Θεού στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Βλ. λ. Κατακλυσμός. Το θέμα της Κιβωτού του Νώε έχει εμπνεύσει πολλούς ζωγράφους της δυτικής Ευρώπης, κυρίως στα χρόνια της Αναγέννησης, όπως τον Ιταλό ζωγράφο Μπελπέλο ντα Πάβια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό …   Dictionary of Greek

  • κιβωτός — η εύχρηστο στη φράση «κιβωτός του Νώε», που σημαίνει το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο διασώθηκε ο Νώε από τον κατακλυσμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων …   Dictionary of Greek

  • άρκα ή καλόγνωμες — Γένος ακέφαλων μαλακίων, που περιλαμβάνει περίπου 150 είδη που ζουν ακόμα και 500 μαζί απολιθωμένα. Οι ά. οφείλουν το όνομά τους στην παράξενη μορφή των θυρίδων του οστράκου τους που θυμίζουν πρωτόγονα πλοιάρια (λατινικά arca = κιβωτός)·… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Αραράτ — (Ararat). Βουνό (5.165 μ.) της ανατολικής Τουρκίας, που υψώνεται ανάμεσα στις κοιλάδες του Αράξη στα Β και του Ζανγκμάρ στα Ν, κοντά στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Αρμενίας. H τουρκική ονομασία του είναι Άγκρι Νταγκ Μπουγιούκ (Αgri Dagi Bϋyϋk),… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”